Η διαδοχική ασφάλιση είναι μια μορφή ή ένα είδος ασφάλισης που παρουσιάζεται στο άτομο το οποίο, ενώ ήταν ασφαλισμένος σε έναν ασφαλιστικό οργανισμό λόγω αλλαγής επαγγέλματος ή εργασίας αναγκάζεται να ασφαλιστεί σε άλλον ασφ/κό οργανισμό.
Αρμόδιος Ασφαλιστικός Οργανισμός
Στις περιπτώσεις συνταξιόδοτησης με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, αρμόδιος οργανισμός για να εξετάσει το συνταξιοδοτικό αίτημα είναι ο τελευταίος οργανισμός. Για να χορηγήσει σύνταξη ο τελευταίος οργανισμός θα πρέπει:
Να πληρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας του και
Να πραγματοποιήθηκαν στην ασφάλισή του 1.500 ημέρες, από τις οποίες τουλάχιστον 500 ημέρες εργασίας την τελευταία 5ετία, πριν από την υποβολή της αίτησης ή πριν από την διακοπή της απασχόλησης για σύνταξη λόγω γήρατος και για σύνταξη λόγω αναπηρίας και θανάτου να πραγματοποιήθηκαν στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες ,από τις οποίες τουλάχιστον 300 ημέρες εργασίας την τελευταία 5ετία,πρίν από την υποβολή της αίτησης ή πριν από την διακοπή της απασχόλησης για σύνταξη λόγω γήρατος και για σύνταξη λόγω αναπηρίας και θανάτου να πραγματοποιήθηκαν στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες, από τις οποίες τουλάχιστον 300 ημέρες εργασίας την τελευταία πενταετία(5ετία), πριν από την υποβολή της αίτησης ή πριν από τη διακοπή της απασχόλησης.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συμπληρώνει κάποια από τις παραπάνω προϋποθέσεις τότε ο τελευταίος οργανισμός διαβιβάζει την αίτηση συνταξιοδότησης στον προηγούμενο οργανισμό, ή αν οι προηγούμενοι είναι πολλοί σε αυτόν που έχει τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης για να την κρίνει, με τη βασική προϋπόθεση ότι:
αν η περίπτωση είναι γήρατος, θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας με τα οποία χορηγεί σύνταξη ο τελευταίος οργανισμός και
αν η περίπτωση είναι αναπηρίας, θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει κριθεί ανάπηρος με βάση τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού και
αν η περίπτωση είναι θανάτου δεν απαιτείται καμιά προϋπόθεση.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συμπληρώνει τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του Οργανισμού με τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης, τότε η αίτηση διαβιβάζεται στους άλλους οργανισμούς (κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας).
Αν ο ασφαλισμένος δεν συμπληρώνει τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας όλων των άλλων οργανισμών (πλην του τελευταίου) τότε ο τελευταίος καθίσταται εκ νέου αρμόδιος για την εξέταση του αιτήματος συνταξιοδότησης γήρατος, αρκεί ο ασφ/νος να έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας, από τις οποίες τουλάχιστον 300 ημέρες την τελευταία 5ετία, πριν από την αίτηση ή την διακοπή της απασχόλησης και για το αίτημα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας και θανάτου αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 300 ημέρες εργασίας οποτεδήποτε (άρθρο 5 του Ν. 3863/10).
Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς συνυπολογίζεται από τον αρμόδιο για κρίση και για απονομή της σύνταξης οργανισμό σαν χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού. Σε περίπτωση που μέρος του χρόνου ενός οργανισμού είναι παράλληλο με μέρος χρόνου άλλου οργανισμού ο ασφαλισμένος με δήλωσή του επιλέγει από ποιόν οργανισμό θα αφαιρεθεί ο χρόνος αυτός. Για να γίνει αυτή η επιλογή από τον ασφαλισμένο πρέπει να υπάρχει διαδοχική ασφάλιση να μην είναι δηλαδή ολόκληρος ο χρόνος παράλληλος, γιατί τότε, επειδή δεν υπάρχει διαδοχική ασφάλιση, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της μεταξύ των οποίων είναι και η επιλογή του ασφαλισμένου από ποιόν οργανισμό επιθυμεί να παραμείνει ισχυρή η ασφάλιση.
Υπολογισμός ποσού σύνταξης
Ο τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης εξαρτάται από την φύση της εργασίας του ασφαλισμένου (μισθωτός ή αυτοτελώς απασχολούμενος), τον οργανισμό στον οποίο ασφαλίσθηκε και την χρονική περίοδο ασφάλισης σε κάθε οργανισμό, καθορίζεται δε μετά από αλληλογραφία των Οργανισμών και δεν είναι ίδιος για όλους τους ασφαλισμένους.
Έτσι σε μια κατηγορία ασφαλισμένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 1405/83, όπου το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του απονέμοντα οργανισμού και ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης θεωρείται χρόνος αυτού και σε μία άλλη κατηγορία ασφαλισμένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3232/04, όπου ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει τόσο το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισής του όσο και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στους συμμετέχοντες οργανισμούς.
Το άθροισμα των τμηματικών συντάξεων αποτελεί το συνολικό ποσό της σύνταξης, που καταβάλλεται στο δικαιούχο από τον απονέμοντα οργανισμό. Ειδικά για το ΙΚΑ το άθροισμα των τμηματικών συντάξεων επανεντάσσεται σε μία ασφαλιστική κλάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 1469/84 ώστε να παρακολουθείται μηχανογραφικά από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και να χορηγούνται όλες οι αυξήσεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Επισημαίνουμε ότι ο συμμετέχων οργανισμός επιβαρύνεται με την δαπάνη συνταξιοδότησης, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την νομοθεσία του και καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό σύνταξης που του αναλογεί και γίνεται η απόδοση της σχετικής επιβάρυνσης ή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.4 του Ν. 3232/04 η τμηματική σύνταξη του συμμετέχοντα καταβάλλεται ταυτόχρονα με αυτή του απονέμοντα, μειωμένη όμως κατά 6% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 69 του Ν. 2084/92.
Οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 1405/83 εφαρμόζονται στους ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι 31/12/78 είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δύο ή περισσοτέρων ομοειδών Οργανισμών (δηλαδή ή Οργανισμών που ασφαλίζουν μισθωτούς π.χ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΝΑΤ ή Οργανισμών που ασφαλίζουν αυτοτελώς απασχολούμενους π.χ. Ο.Α.Ε.Ε., Ε.Τ.Α.Α. Τομέας Ασφάλισης Νομικών) ανεξάρτητα αν και σε ποιόν Οργανισμό ασφαλίστηκαν μετά την 31/12/78 καθώς και στους ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι 31-12-1978 είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση Οργανισμού που ασφαλίζει μισθωτούς και στην συνέχεια ασφαλίστηκαν διαδοχικά για πρώτη φορά από 1/1/79 έως 23/12/97 από φορέα ασφάλισης μισθωτών σε άλλο φορέα ασφάλισης μισθωτών, παρέμειναν όμως απασχολούμενοι στον ίδιο εργοδότη.
Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3232/04 και του άρθρου 11 του Ν. 1405/83 εφαρμόζονται στους ασφαλισμένους που έχουν υπαχθεί διαδοχικά από την ασφάλιση φορέα που ασφαλίζει μισθωτούς σε ασφάλιση φορέα που ασφαλίζει αυτοτελώς απασχολούμενους και αντίστροφα (π.χ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΤΕΒΕ) και στους ασφαλισμένους που ασφαλίστηκαν διαδοχικά για πρώτη φορά από 1/1/1979 και μετά, σε οποιοδήποτε φορέα ασφάλισης, καθώς και στους ασφαλισμένους που ασφαλίστηκαν πριν από την 1-1-1979 σε φορέα ασφάλισης μισθωτών και υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά από 24-12-97 (ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 2556/97) και εφ'εξής σε άλλον φορέα μισθωτών έστω και αν παρέμειναν απασχολούμενοι στον ίδιο εργοδότη.
Σημείωση: Τα προαναφερόμενα για την διαδοχική ασφάλιση έχουν εφαρμογή για τη χορήγηση σύνταξης και από τους Οργανισμούς Επικουρικής Ασφάλισης με τη διαφορά ότι κατά τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της σύνταξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 1405/83 του άρθρου 15 του Ν. 1902/90 και του άρθρου 69 του Ν. 2084/92, όπου ο κάθε οργανισμός υπολογίζει τη συμμετοχή του στη δαπάνη συνταξιοδότησης, με βάση τον χρόνο ασφάλισής του και χορηγείται στους ασφαλισμένους το άθροισμα των συμμετοχών των οργανισμών, ειδικά για το ΕΤΕΑΜ (τ. ΙΚΑ-ΤΕΑΜ) το άθροισμα των συμμετοχών των οργανισμών επανεντάσσεται σε μία ασφ/κή κλάση του ΕΤΕΑΜ (τ. ΙΚΑ-ΤΕΑΜ), ώστε να παρακολουθείται από το ΕΤΕΑΜ (τ. ΙΚΑ-ΤΕΑΜ) μηχανογραφικά και να χορηγούνται όλες οι αυξήσεις του ΕΤΕΑΜ (τ. ΙΚΑ-ΤΕΑΜ).
Πηγή:ΙΚΑ